υποτομέας

υποτομέας
ὑποτομεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση ενός τομέα
2. στρ. τμήμα ενός στρατιωτικού τομέα, το οποίο έχει αναλάβει συγκεκριμένη αποστολή σε καιρό πολέμου ή κατά την εκτέλεση ασκήσεων
αρχ.
κοπτικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτομή + κατάλ. -εύς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποτομέας — ο τμήμα στρατιωτικού τομέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτομεύς — έως, Α βλ. υποτομέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”